- μήμη
- μήμη, ἡ,A grandmother, Milet.7p.67.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μήμη — μήμη, ἡ (Α) η μάμμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποκοριστικό τού μήτηρ* με διπλασιασμό. Κατ άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. muoma «Μητέρα αδελφή»] … Dictionary of Greek
μήμ' — μήμᾱͅ , μήμη grandmother fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)